κοσσύμβη

κοσσύμβη
κοσσύμβη, ἡ (Α)
βλ. κοσύμβη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοσύμβη — και κοσσύμβη, ἡ (Α) 1. κρωβύλος 2. δασύμαλλο ποιμενικό επανωφόρι 3. κράσπεδο φορέματος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀνάδεσμα, ἐγκόμβωμα, περίζωμα Αἰγύπτιον, ὅπερ αἱ Κρῆσσαι φοροῡσιν ὅμοιον ἀσπιδίσκω» 5. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «ἐξωμίς χιτὼν ἅμα τε καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”